- περίπυστος
- περίπυστοςwidely knownmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίπυστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)] … Dictionary of Greek
περίπυστον — περίπυστος widely known masc/fem acc sg περίπυστος widely known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπύστου — περίπυστος widely known masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπύστους — περίπυστος widely known masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπύστων — περίπυστος widely known masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπύστῳ — περίπυστος widely known masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπυστα — περίπυστος widely known neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπυστοι — περίπυστος widely known masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)